ομορρυθμία

ομορρυθμία
η (Α ὁμορρυθμία και ιων. τ. ὁμορρυσμίη) [ομόρρυθμος]
η ομοιότητα στον ρυθμό, το να είναι κάποιος ή κάτι τού ίδιου ρυθμού, ομοιομορφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”